- μελικηρα
- μελίκηραμελί-κηρα(ῐ) ἥ сотовидная икра пурпурной улитки Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μελίκηρα — μελίκηρα, ἡ (Α) 1. τα αβγά τής πορφύρας, τα οποία μοιάζουν με κηρήθρα («αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῡ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταυτὸ ποιοῡσι τὴν καλουμένην μελίκηραν», Αριστοτ.) 2. μελόπιτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κηρός] … Dictionary of Greek
μελίκηρα — spawn of the murex fem nom/voc sg μελίκηρον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικήρας — μελικήρᾱς , μελίκηρα spawn of the murex fem acc pl μελικήρᾱς , μελίκηρα spawn of the murex fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικηρῶν — μελίκηρα spawn of the murex fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελίκηραν — μελίκηρα spawn of the murex fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)